κελεύω < (διαχρονικό δάνειο ) αρχαία ελληνική κελεύω
ΔΦΑ : /ceˈle.vo /
τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐λεύ‐ω
κελεύω , αόρ . : εκέλευσα όπως στην αρχαία κλίση του κελεύω
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
κελεύω < → λείπει η ετυμολογία [ 1]
κελεύω
παροτρύνω , παρακινώ
※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν , Ἑλληνικά , 1, 6.2
ὅτε δὲ παρεδίδου ὁ Λύσανδρος τὰς ναῦς, ἔλεγε τῷ Καλλικρατίδᾳ ὅτι θαλαττοκράτωρ τε παραδιδοίη καὶ ναυμαχίᾳ νενικηκώς. ὁ δὲ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἐξ Ἐφέσου ἐν ἀριστερᾷ Σάμου παραπλεύσαντα, οὗ ἦσαν αἱ τῶν Ἀθηναίων νῆες, ἐν Μιλήτῳ τὰς ναῦς παραδοῦναι, καὶ ὁμολογήσειν θαλαττοκρατεῖν .
και όταν ο Λύσανδρος παρέδωσε τα καράβια, είπε στον Καλλικρατίδα ότι το κάνει ως κυρίαρχος των θαλασσών και νικητής στη ναυμαχία. Ο Καλλικρατίδας εντούτοις του είπε να πλεύσει από την Έφεσο στα αριστερά της Σάμου, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά πλοία, και να παραδώσει το στόλο στην Μίλητο -τότε, είπε, θα τον παραδεχόταν για κυρίαρχο των θαλασσών
διατάζω , παραγγέλλω
ζητώ , αξιώνω
παρακαλώ , ικετεύω
κελεύω - ενεργητικοί τύποι
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐκέλευον
-
-
-
σύ
ἐκέλευες
-
-
-
οὖτος
ἐκέλευε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐκελεύομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐκελεύετε
-
-
-
οὗτοι
ἐκέλευον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
κελεύσω
-
κελεύσοιμι
-
σύ
κελεύσεις
-
κελεύσοις
-
οὗτος
κελεύσει
-
κελεύσοι
-
ἡμεῖς
κελεύσομεν
-
κελεύσοιμεν
-
ὑμεῖς
κελεύσετε
-
κελεύσοιτε
-
οὗτοι
κελεύσουσι(ν)
-
κελεύσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
κελεύσειν
κελεύσων
κελεύσουσα
κελεῦσον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐκέλευσα
κελεύσω
κελεύσαιμι
-
σύ
ἐκέλευσας
κελεύσῃς
κελεύσαις / κελεύσειας
κέλευσον
οὗτος
ἐκέλευσε
κελεύσῃ
κελεύσαι / κελεύσειεν
κελευσάτω
ἡμεῖς
ἐκελεύσαμεν
κελεύσωμεν
κελεύσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐκελεύσατε
κελεύσητε
κελεύσαιτε
κελεύσατε
οὗτοι
ἐκέλευσαν
κελεύσωσι(ν)
κελεύσαιεν / κελεύσειαν
κελευσάντων / κελευσάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
κελεῦσαι
κελεύσας
κελεύσασα
κελεῦσαν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
κεκέλευκα
κεκελεύκω / κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός ὦ
κεκελεύκοιμι / κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός εἴην
-
σύ
κεκέλευκας
κεκελεύκῃς / κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός ᾖς
κεκελεύκοις / κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός εἴης
κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός ἴσθι
οὗτος
κεκέλευκε
κεκελεύκῃ / κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός ᾖ
κεκελεύκοι / κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός εἴη
κεκελευκώς , κεκελευκυῖα , κεκελευκός ἔστω
ἡμεῖς
κεκελεύκαμεν
κεκελεύκωμεν / κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα ὦμεν
κεκελεύκοιμεν / κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
κεκελεύκατε
κεκελεύκητε / κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα ἦτε
κεκελεύκοιτε / κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα εἴητε/εἶτε
κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα ἔστε
οὗτοι
κεκελεύκασι(ν)
κεκελεύκωσι(ν) / κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα ὦσι(ν)
κεκελεύκοιεν / κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα εἴησαν/εἶεν
κεκελευκότες , κεκελευκυῖαι , κεκελευκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
κεκελευκέναι
κεκελευκώς
κεκελευκυῖα
κεκελευκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐκεκελεύκειν
-
-
-
σύ
ἐκεκελεύκεις
-
-
-
οὖτος
ἐκεκελεύκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐκεκελεύκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐκεκελεύκετε
-
-
-
οὗτοι
ἐκεκελεύκεσαν
-
-
-
↑ Ο Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. πιθανολογεί από το ρήμα κέλομαι , αν και θεωρεί το -ευ- ανεξήγητο. Το θεωρεί επίσης συγγενικό με το κέλευθος και τελευτή