κιτρινόχροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτρινόχροια < κιτρινόχρους + -ια < ελληνιστική κοινή κιτρινόχρους < κίτρινος (+ χρόος) < κίτρον < λατινική citrum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιτρινόχροια θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η απόχρωση του κίτρινου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κιτρινόχρους
- → δείτε τις λέξεις κίτρινος, κίτρο και χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιτρινόχροια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)