κλωστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλωστικός η κλωστική το κλωστικό
      γενική του κλωστικού της κλωστικής του κλωστικού
    αιτιατική τον κλωστικό την κλωστική το κλωστικό
     κλητική κλωστικέ κλωστική κλωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλωστικοί οι κλωστικές τα κλωστικά
      γενική των κλωστικών των κλωστικών των κλωστικών
    αιτιατική τους κλωστικούς τις κλωστικές τα κλωστικά
     κλητική κλωστικοί κλωστικές κλωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλωστικός < κλώθω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κλωστικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με το κλώσιμο ή είναι κατάλληλος γι’ αυτό
    Η βουλευτής, η οποία έχει αναφερθεί στα οφέλη της καλλιέργειας βιομηχανικής κάνναβης στη δημιουργία θέσεων εργασίας στη γεωργία, στη βιομηχανία και το εμπόριο, έχει επικαλεστεί παλαιότερο έγγραφο του αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο σε συνεργασία με ιδρύματα εφαρμοσμένης έρευνας και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών θα διερευνούνταν διάφορες παράμετροι πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου για το πλαίσιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]