κοινωνιοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνιοπάθεια οι κοινωνιοπάθειες
      γενική της κοινωνιοπάθειας των κοινωνιοπαθειών
    αιτιατική την κοινωνιοπάθεια τις κοινωνιοπάθειες
     κλητική κοινωνιοπάθεια κοινωνιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινωνιοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sociopathy < sociopath < (αρχαία ελληνική κοινωνία) κοινωνιο- + πάθεια (πάθος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοινωνιοπάθεια θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]