κοντραμπατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντραμπατζής οι κοντραμπατζήδες
      γενική του κοντραμπατζή των κοντραμπατζήδων
    αιτιατική τον κοντραμπατζή τους κοντραμπατζήδες
     κλητική κοντραμπατζή κοντραμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντραμπατζής < κοντραμπά(ντο) + -τζής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kon.dɾa.baˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντρα‐μπα‐τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοντραμπατζής αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]