κούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούρα | οι | κούρες |
γενική | της | κούρας | — | |
αιτιατική | την | κούρα | τις | κούρες |
κλητική | κούρα | κούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούρα < μεσαιωνική ελληνική κούρα < ιταλική cura < λατινική cura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούρα θηλυκό
- η περιποίηση και φροντίδα αρρώστου στη διάρκεια της αναρρώσεως
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κούρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)