κρίταμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρίταμο | τα | κρίταμα |
γενική | του | κρίταμου | των | κρίταμων |
αιτιατική | το | κρίταμο | τα | κρίταμα |
κλητική | κρίταμο | κρίταμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/ef/Perce-pierre.jpg/220px-Perce-pierre.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρίταμο < ελληνιστική κοινή κρίθμον / κρίθμος / κρῆθμον / κρῆθμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρίταμο ουδέτερο
- (φυτό) ποώδες φυτό (Crithmum maritimum: κρίθμον το παράλιο), της οικογένειας των σελινοειδών, με βρώσιμες ή / και θεραπευτικές ιδιότητες, που φυτρώνει συνήθως σε παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας αλλά και Ευρώπης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
κρίταμο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρίταμο