κρεατοσάνιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεατοσάνιδο τα κρεατοσάνιδα
      γενική του κρεατοσάνιδου των κρεατοσάνιδων
    αιτιατική το κρεατοσάνιδο τα κρεατοσάνιδα
     κλητική κρεατοσάνιδο κρεατοσάνιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεατοσάνιδο < (κρέας) κρεατο- + σανίδ(α) ή σανίδ(ι)+ -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεατοσάνιδο αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • κρεατοσάνιδον[1][2] (καθαρεύουσα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 τόμ. B΄ (Αθήνα 1902), σ. 252 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
  2. 2,0 2,1 Γεώργιος Δ. Ζηκίδης (1926), Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης. 4η βελτιωμένη έκδοση. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 659.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Επιτροπής Φιλολόγων, Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: Άτλας, χ.χ. [≈1961]), σ. 1230, λήμμα «κρεατοσάνιδο».
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.