κροταφιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κροταφιαίος < (ελληνιστική κοινή) κροτάφιος + -αίος
Επίθετο[επεξεργασία]
κροταφιαίος, -α, -ο
- (ανατομία) άλλη μορφή του κροταφικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κρόταφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κροταφιαίος
|