κυλιστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυλιστός η κυλιστή το κυλιστό
      γενική του κυλιστού της κυλιστής του κυλιστού
    αιτιατική τον κυλιστό την κυλιστή το κυλιστό
     κλητική κυλιστέ κυλιστή κυλιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυλιστοί οι κυλιστές τα κυλιστά
      γενική των κυλιστών των κυλιστών των κυλιστών
    αιτιατική τους κυλιστούς τις κυλιστές τα κυλιστά
     κλητική κυλιστοί κυλιστές κυλιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυλιστός < ελληνιστική κοινή κυλιστός

Επίθετο[επεξεργασία]

κυλιστός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]