κυματίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυματίδιο | τα | κυματίδια |
γενική | του | κυματίδιου & κυματιδίου |
των | κυματίδιων & κυματιδίων |
αιτιατική | το | κυματίδιο | τα | κυματίδια |
κλητική | κυματίδιο | κυματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυματίδιο < (κύμα) κυματ- + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο κατά τα υποκοριστικά της καθαρεύουσας σε -ίδιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυματίδιο ουδέτερο
- (λόγιο) μικρό κύμα
- (μαθηματικά) μία γρήγορα μειούμενη ταλάντωση που χρησιμοποιείται συχνά στην ψηφιακή επεξεργασία σήματος
- ⮡ Ένα κυματίδιο περιέχει πληροφορία και στο πεδίο του χρόνου και στο πεδίο της συχνότητας (Ανάλυση Φουριέ (Fourier))
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη κύμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίδιο (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)