κυνηγητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυνηγητό τα κυνηγητά
      γενική του κυνηγητού των κυνηγητών
    αιτιατική το κυνηγητό τα κυνηγητά
     κλητική κυνηγητό κυνηγητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυνηγητό < κυνηγώ + -ητό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυνηγητό ουδέτερο

  1. η καταδίωξη
    μετά τη ληστεία, άρχισε το κυνηγητό
  2. το παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ένα παιδί τρέχει και προσπαθεί να πιάσει ένα ή περισσότερα από τα άλλα
    παίζουμε κυνηγητό;


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]