λιγυρόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λιγυρόφωνος, -η, -ο
- αυτός που μιλάει με λιγυρή, -μελωδική-, φωνή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγυρόφωνος
|