λιγυρόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγυρόφωνος η λιγυρόφωνη το λιγυρόφωνο
      γενική του λιγυρόφωνου της λιγυρόφωνης του λιγυρόφωνου
    αιτιατική τον λιγυρόφωνο τη λιγυρόφωνη το λιγυρόφωνο
     κλητική λιγυρόφωνε λιγυρόφωνη λιγυρόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγυρόφωνοι οι λιγυρόφωνες τα λιγυρόφωνα
      γενική των λιγυρόφωνων των λιγυρόφωνων των λιγυρόφωνων
    αιτιατική τους λιγυρόφωνους τις λιγυρόφωνες τα λιγυρόφωνα
     κλητική λιγυρόφωνοι λιγυρόφωνες λιγυρόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγυρόφωνος < λιγυρός + -φωνος (< φωνή)

Επίθετο[επεξεργασία]

λιγυρόφωνος, -η, -ο

  • αυτός που μιλάει με λιγυρή, -μελωδική-, φωνή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]