λιθάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιθάρι τα λιθάρια
      γενική του λιθαριού των λιθαριών
    αιτιατική το λιθάρι τα λιθάρια
     κλητική λιθάρι λιθάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθάρι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈθa.ɾi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθάρι ουδέτερο

  1. μεγάλη σχετικά πέτρα
    Ξαφνικά σκόνταψε σ' ένα λιθάρι κι' έπεσε στο γόνατο. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. το αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές ρίχνουν όσο πιο μακριά μπορούν μια βαριά πέτρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]