μαγαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαγαρίζω < αρχαία ελληνική μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)

Ρήμα[επεξεργασία]

μαγαρίζω

  1. (μεταβατικό) λερώνω, μολύνω
  2. (μεταβατικό) μολύνω, βεβηλώνω, μιαίνω
  3. (αμετάβατο) λερώνομαι
  4. (αμετάβατο) μολύνομαι, μιαίνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]