μαλάθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλάθα οι μαλάθες
      γενική της μαλάθας των μαλαθών
    αιτιατική τη μαλάθα τις μαλάθες
     κλητική μαλάθα μαλάθες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλάθα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈla.θa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λά‐θα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλάθα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
  • Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.