μετασκευάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κατασκευάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετασκευάζω < αρχαία ελληνική μετασκευάζω < μετά + σκευάζω < σκευή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.skeˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐σκευ‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

μετασκευάζω (παθητική φωνή: μετασκευάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]