μετασκευή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετασκευή οι μετασκευές
      γενική της μετασκευής των μετασκευών
    αιτιατική τη μετασκευή τις μετασκευές
     κλητική μετασκευή μετασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετασκευή < ελληνιστική κοινή μετασκευή < αρχαία ελληνική μετασκευάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετασκευή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετασκευάζω
  2. (ειδικότερα, ναυτικός όρος) η οποιαδήποτε μετατροπή συμβεί σ’ ένα πλοίο μετά την ολοκλήρωση της ναυπήγησης και καθέλκυσής του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]