μετεωρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετεωρισμός < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετεωρισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του μετεωρίζω
- φούσκωμα της κοιλιακής χώρας λόγω συσσώρευσης αερίων στο έντερο, τυμπανισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετεωρισμός
|