μικρομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρομετρικός η μικρομετρική το μικρομετρικό
      γενική του μικρομετρικού της μικρομετρικής του μικρομετρικού
    αιτιατική τον μικρομετρικό τη μικρομετρική το μικρομετρικό
     κλητική μικρομετρικέ μικρομετρική μικρομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρομετρικοί οι μικρομετρικές τα μικρομετρικά
      γενική των μικρομετρικών των μικρομετρικών των μικρομετρικών
    αιτιατική τους μικρομετρικούς τις μικρομετρικές τα μικρομετρικά
     κλητική μικρομετρικοί μικρομετρικές μικρομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρομετρικός < μικρομετρία

Επίθετο[επεξεργασία]

μικρομετρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]