μολύβδινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολύβδινος < αρχαία ελληνική μολύβδινος
Επίθετο[επεξεργασία]
μολύβδινος, -η, -ο
- που είναι κατασκευασμένος από μόλυβδο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μολύβδινος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολύβδινος < μόλυβδος
Επίθετο[επεξεργασία]
μολύβδινος