μορτιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μορτιτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορτιτικός
|
Δείτε επίσης : μόρτικος |
μορτιτικός, -ή, -ό
|