οκτακοσιοστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκτακοσιοστός < οκτακόσια
Επίθετο[επεξεργασία]
οκτακοσιοστός, -ή, -ό και οχτακοσιοστός
- το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό οκτακόσια
- ο ένας από τους οκτακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οκτακοσιοστός
|