ολίσθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολίσθημα < ολισθαίνω < ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολίσθημα ουδέτερο
- το ανεπίτρεπτο σφάλμα
- γλωσσικό ολίσθημα