ομίχλη ακτινοβολίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομίχλη ακτινοβολίας | οι | ομίχλες ακτινοβολίας |
γενική | της | ομίχλης ακτινοβολίας | των | ομιχλών ακτινοβολίας |
αιτιατική | την | ομίχλη ακτινοβολίας | τις | ομίχλες ακτινοβολίας |
κλητική | ομίχλη ακτινοβολίας | ομίχλες ακτινοβολίας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομίχλη ακτινοβολίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radiation fog → δείτε τις λέξεις ομίχλη και ακτινοβολία
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ομίχλη ακτινοβολίας θηλυκό
- (μετεωρολογία) ομίχλη που σχηματίζεται από την ψύξη του αέρα στο έδαφος μέσω της απελευθέρωσης ενέργειας με τη μορφή θερμότητας[1]
- ※ Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές τοπικές ονομασίες για την ομίχλη, όπως στη Φλώρινα όπου η παγωμένη ομίχλη ακτινοβολίας ονομάζεται «σινιάκι» και μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες, εμποδίζοντας την ηλιακή ακτινοβολία να θερμάνει επαρκώς το έδαφος. («Σινιάκι»: Η παγωμένη ομίχλη που «εξαφανίζει» τη Φλώρινα, εφημερίδα Τα Νέα, 18 Ιανουαρίου 2020)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομίχλη ακτινοβολίας
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)