οντάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: όντας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οντάς οι οντάδες
      γενική του οντά των οντάδων
    αιτιατική τον οντά τους οντάδες
     κλητική οντά οντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οντάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀντάς < οθωμανική τουρκική اوطه (τουρκική oda) [1] < πρωτοτουρκική *ōtag

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /onˈdas/ & /oˈdas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ντάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οντάς αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) δωμάτιο
    ※  Ξανά κοντά σου μες στον οντά σου / απόψε πάλι θα βρεθώ, / μες στη γλυκιά αγκαλιά σου, / στα χάδια στα φιλιά σου, γλυκά θα κοιμηθώ (από τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη σε στίχους Χρ. Κολοκοτρώνη)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]