ορτανσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορτανσία < (άμεσο δάνειο) γαλλική hortensia < νεολατινική hortensia < Hortense Lepaute [1] (Γαλλίδα αστρονόμος και μαθηματικός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oɾ.tanˈsi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορτανσία θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) καλλωπιστικός θάμνος η μικρό δέντρο του γένους Hydrangea, με οωειδή πριονωτά φύλλα, και μικρά άνθη που σχηματίζουν πυκνές συστάδες· τα περισσότερα είδη κατάγονται από την ανατολική Ασία, και τα περισσότερα είδη επίσης έχουν άσπρα άνθη, αλλά υπάρχουν ποικιλίες που βγάζουν κόκκινα, ρος ή μοβ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ορτανσία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ορτανσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)