οστεωδυνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεωδυνικός < οστεωδυνία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
οστεωδυνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την οστεωδυνία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οστεωδυνία
- → δείτε τις λέξεις οστό και οδύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεωδυνικός
|