ουρηθροσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρηθροσκόπηση | οι | ουρηθροσκοπήσεις |
γενική | της | ουρηθροσκόπησης | των | ουρηθροσκοπήσεων |
αιτιατική | την | ουρηθροσκόπηση | τις | ουρηθροσκοπήσεις |
κλητική | ουρηθροσκόπηση | ουρηθροσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρηθροσκόπηση < ουρήθρα + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική uréthroscopie / urétroscopie[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urethroscopy[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρηθροσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση της ουρήθρας ενδοσκοπικά με ουρηθροσκόπιο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ουρηθροσκοπία
- ουρηθροσκόπιο
- ουρηθροσκοπικός
- → δείτε τις λέξεις ουρήθρα, ούρο και σκοπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρηθροσκόπηση
- ↑ 1,0 1,1 ουρηθροσκόπηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)