ουτιδανότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουτιδανότητα οι ουτιδανότητες
      γενική της ουτιδανότητας των ουτιδανοτήτων
    αιτιατική την ουτιδανότητα τις ουτιδανότητες
     κλητική ουτιδανότητα ουτιδανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουτιδανότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οὐτιδαν(ότης) + -ότητα < αρχαία ελληνική οὐτιδανός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουτιδανότητα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]