πίβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πίβουλος | η | πίβουλη | το | πίβουλο |
γενική | του | πίβουλου | της | πίβουλης | του | πίβουλου |
αιτιατική | τον | πίβουλο | την | πίβουλη | το | πίβουλο |
κλητική | πίβουλε | πίβουλη | πίβουλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πίβουλοι | οι | πίβουλες | τα | πίβουλα |
γενική | των | πίβουλων | των | πίβουλων | των | πίβουλων |
αιτιατική | τους | πίβουλους | τις | πίβουλες | τα | πίβουλα |
κλητική | πίβουλοι | πίβουλες | πίβουλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίβουλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πίβουλος
- επίβουλος : ο δόλιος, ο ύπουλος, ο πανούργος