παλαιοντολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιοντολογικός < παλαιοντολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παλαιοντολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παλαιοντολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλαιοντολογικός