παλαιοντολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοντολογικός η παλαιοντολογική το παλαιοντολογικό
      γενική του παλαιοντολογικού της παλαιοντολογικής του παλαιοντολογικού
    αιτιατική τον παλαιοντολογικό την παλαιοντολογική το παλαιοντολογικό
     κλητική παλαιοντολογικέ παλαιοντολογική παλαιοντολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοντολογικοί οι παλαιοντολογικές τα παλαιοντολογικά
      γενική των παλαιοντολογικών των παλαιοντολογικών των παλαιοντολογικών
    αιτιατική τους παλαιοντολογικούς τις παλαιοντολογικές τα παλαιοντολογικά
     κλητική παλαιοντολογικοί παλαιοντολογικές παλαιοντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαιοντολογικός < παλαιοντολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παλαιοντολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]