παράγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράγκα | οι | παράγκες |
γενική | της | παράγκας | των | παραγκών |
αιτιατική | την | παράγκα | τις | παράγκες |
κλητική | παράγκα | παράγκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράγκα θηλυκό
- μικρή, πρόχειρη κατασκευή, από οτιδήποτε διαθέσιμο υλικό, που χρησιμεύει σαν αποθήκη ή σαν πρόχειρο κατάλυμα
- ※ Οι Τζιτζιφιές, η Καλλιθέα, του Χαροκόπου, στεγάσανε χιλιάδες πρόσφυγες, σε παράγκες τους πιο πολλούς. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: καλύβα
- (αργκό) ομάδα ατόμων που προσυμφωνεί και προετοιμάζει το αποτέλεσμα αθλητικού αγώνα με σκοπό το παράνομο κέρδος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)