παράμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράμερος < μεσαιωνική ελληνική παράμερος < από την έκφραση "παρά μέρος", δηλαδή γειτονικό κοντινό μέρος
Επίθετο[επεξεργασία]
παράμερος
- που δεν βρίσκεται ή δεν φαίνεται εύκολα από κάποιο κεντρικό, για την περιοχή, σημείο