πασαλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασαλίκι τα πασαλίκια
      γενική του πασαλικιού των πασαλικιών
    αιτιατική το πασαλίκι τα πασαλίκια
     κλητική πασαλίκι πασαλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασαλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική paşalık < οθωμανική τουρκική پاشا (pāšā) < περσική پادشاه (pādšāh: βασιλιάς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασαλίκι ουδέτερο

  1. (ιστορία) το αξίωμα ενός πασά
  2. (ιστορία) η διοικητική περιφέρεια ενός πασά, συνήθως εγιαλέτι ή βιλαέτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]