περίγραπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίγραπτος < περιγράφω
Επίθετο[επεξεργασία]
περίγραπτος, -η, -ο
- (ιατρική) που έχει σαφές περίγραμμα
- περίγραπτος όγκος