περαίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περαίωση | οι | περαιώσεις |
γενική | της | περαίωσης* | των | περαιώσεων |
αιτιατική | την | περαίωση | τις | περαιώσεις |
κλητική | περαίωση | περαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περαίωση < (ελληνιστική κοινή) περαίωσις < αρχαία ελληνική περαιόω / περαιῶ < πέρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περαίωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περαιώνω
- η διάβαση, το πέρασμα απέναντι
- η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας
- (οικονομία) ειδικός εφάπαξ διακανονισμός για το κλείσιμο ανέλεγκτων φορολογικών και λογιστικών εκκρεμοτήτων των επιχειρήσεων
- το κλείσιμο πάντων εκκρεμοτήτων με την εφορία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περαίωση
|