περβάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περβάζι τα περβάζια
      γενική του περβαζιού των περβαζιών
    αιτιατική το περβάζι τα περβάζια
     κλητική περβάζι περβάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περβάζι < τουρκική pervaz < περσική پرواز (parvāz, πέταγμα, επιστύλιο, στοά)
Γάτα σε περβάζι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περβάζι ουδέτερο

  • το κάτω μέρος της πόρτας η παραθύρου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]