πιστολιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πιστόλια, πιστολίδι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστολιά οι πιστολιές
      γενική της πιστολιάς των πιστολιών
    αιτιατική την πιστολιά τις πιστολιές
     κλητική πιστολιά πιστολιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιστολιά < μεσαιωνική ελληνική πιστολιά[1] / μπιστολιά[1] < ιταλική pistola < γαλλική pistole < τσεχική píšťala < πρωτοσλαβική *piščalь < *piskati

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιστολιά θηλυκό

  1. πυροβολισμός που ρίχνει κάποιος με πιστόλι
  2. (κατ’ επέκταση) ο ήχος του πυροβολισμού με πιστόλι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 πιστολιάΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)