πολυμορφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυμορφικός < πολύμορφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυμορφικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει ή μπορεί να πάρει πολλές μορφές ή μπορεί να εξυπηρετήσει πολλαπλές ανάγκες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πολυμορφικά
- πολυμορφικό
- → δείτε τις λέξεις πολύμορφος, πολύς και μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυμορφικός
|