προανάφλεξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πυρανάφλεξη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προανάφλεξη οι προαναφλέξεις
      γενική της προανάφλεξης* των προαναφλέξεων
    αιτιατική την προανάφλεξη τις προαναφλέξεις
     κλητική προανάφλεξη προαναφλέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαναφλέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προανάφλεξη < προαναφλέγω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική preignition)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.aˈna.fle.ksi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προανάφλεξη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]