προξενιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προξενιό | τα | προξενιά |
γενική | του | προξενιού | των | προξενιών |
αιτιατική | το | προξενιό | τα | προξενιά |
κλητική | προξενιό | προξενιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προξενιό < προξεν(εύω) + -ιό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προξενιό ουδέτερο
- το συνοικέσιο, συμφωνία με μεσολάβηση τρίτου για γάμο
- ※ Αλλά, ας ξανάρθουμε στο προξενιό. Συνήθως κάποιος συγγενής ή κάποιο φιλικό πρόσωπο -που τα κατάφερνε σε αυτά τα πράγματα- αναλάμβανε να κάνει την πρώτη κίνηση , να πει τον πρώτο καλό λόγο , για μια κοπέλα ή για ένα νέο (Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος 35, 2004, σελ. 313)
- (κατ’ επέκταση) η μεσιτεία, συμφωνία με μεσολάβηση τρίτου για εμπορική συμφωνία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προξενιό
→ δείτε τη λέξη συνοικέσιο |