προπερασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπερασμένος η προπερασμένη το προπερασμένο
      γενική του προπερασμένου της προπερασμένης του προπερασμένου
    αιτιατική τον προπερασμένο την προπερασμένη το προπερασμένο
     κλητική προπερασμένε προπερασμένη προπερασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπερασμένοι οι προπερασμένες τα προπερασμένα
      γενική των προπερασμένων των προπερασμένων των προπερασμένων
    αιτιατική τους προπερασμένους τις προπερασμένες τα προπερασμένα
     κλητική προπερασμένοι προπερασμένες προπερασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπερασμένος < προ- + περασμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

προπερασμένος, -η, -ο

  • αυτός που βρίσκεται πριν από κάποιος άλλον που έχει περάσει
    Λίγες βαρκούλες αρμένιζαν και στο βάθος μεγάλα καράβια έμπαιναν κι έβγαιναν στο λιμάνι του Πειραιά. Έξαφνα ένοιωσα σαν να ήμουν σ' ένα νησάκι του Αιγαίου τον προπερασμένο αιώνα, στα χρόνια της Επαναστάσεως. (Σωτήρης Δημητρίου, Το κουμπί και το φόρεμα, εκδ. Πατάκη, 2013 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]