προσθαλάσσωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσθαλάσσωση | οι | προσθαλασσώσεις |
γενική | της | προσθαλάσσωσης | των | προσθαλασσώσεων |
αιτιατική | την | προσθαλάσσωση | τις | προσθαλασσώσεις |
κλητική | προσθαλάσσωση | προσθαλασσώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσθαλάσσωση < προσθαλασσώ(νω) + -ση κατά το προσγείωση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amerrissage[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσθαλάσσωση θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) ενέργεια του ρήματος προσθαλασσώνω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη θάλασσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσθαλάσσωση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ προσθαλάσσωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)