προσπελάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσπελάσιμος < προσπελάσ- + -ιμος < προσπελάζω (= πλησιάζω)
Επίθετο[επεξεργασία]
προσπελάσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να προσπελαστεί, που μπορεί να τον πλησιάσει κανένας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσπελάσιμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.