πρωτοκαθεδρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοκαθεδρία οι πρωτοκαθεδρίες
      γενική της πρωτοκαθεδρίας των πρωτοκαθεδριών
    αιτιατική την πρωτοκαθεδρία τις πρωτοκαθεδρίες
     κλητική πρωτοκαθεδρία πρωτοκαθεδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκαθεδρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοκαθεδρία θηλυκό

  1. δικαίωμα (βάσει κριτηρίων) επί της πρώτης έδρας/θέσης κτλ.
  2. Η πρώτη θέση που κατέχει κάποιος σε έναν τομέα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]