πρωτόκλιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτόκλιτος, -η, -ο
- επίθετο που σημαίνει το σχετικό με την πρώτη κλίση των ονομάτων της γραμματικής. Πιο συνηθισμένος τύπος είναι του ουδετέρου στον ενικό και στον πληθυντικό
- ο μαθητής είναι πρωτόκλιτο όνομα, δηλαδή κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση
- τα πρωτόκλιτα έχουν πιο εύκολη κλίση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτόκλιτος
|