πτωχοπροδρομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωχοπροδρομικός η πτωχοπροδρομική το πτωχοπροδρομικό
      γενική του πτωχοπροδρομικού της πτωχοπροδρομικής του πτωχοπροδρομικού
    αιτιατική τον πτωχοπροδρομικό την πτωχοπροδρομική το πτωχοπροδρομικό
     κλητική πτωχοπροδρομικέ πτωχοπροδρομική πτωχοπροδρομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωχοπροδρομικοί οι πτωχοπροδρομικές τα πτωχοπροδρομικά
      γενική των πτωχοπροδρομικών των πτωχοπροδρομικών των πτωχοπροδρομικών
    αιτιατική τους πτωχοπροδρομικούς τις πτωχοπροδρομικές τα πτωχοπροδρομικά
     κλητική πτωχοπροδρομικοί πτωχοπροδρομικές πτωχοπροδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωχοπροδρομικός < πτωχοπρόδρομος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πτωχοπροδρομικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον Πτωχοπρόδρομο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τον πτωχοπροδρομισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]