πυκνοκατοίκητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυκνοκατοίκητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πυκνοκατοίκητος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη πυκνότητα κατοίκων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυκνοκατοίκητος
|