πυκνοκατοίκητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνοκατοίκητος η πυκνοκατοίκητη το πυκνοκατοίκητο
      γενική του πυκνοκατοίκητου της πυκνοκατοίκητης του πυκνοκατοίκητου
    αιτιατική τον πυκνοκατοίκητο την πυκνοκατοίκητη το πυκνοκατοίκητο
     κλητική πυκνοκατοίκητε πυκνοκατοίκητη πυκνοκατοίκητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοκατοίκητοι οι πυκνοκατοίκητες τα πυκνοκατοίκητα
      γενική των πυκνοκατοίκητων των πυκνοκατοίκητων των πυκνοκατοίκητων
    αιτιατική τους πυκνοκατοίκητους τις πυκνοκατοίκητες τα πυκνοκατοίκητα
     κλητική πυκνοκατοίκητοι πυκνοκατοίκητες πυκνοκατοίκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυκνοκατοίκητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πυκνοκατοίκητος, -η, -ο

  • που έχει μεγάλη πυκνότητα κατοίκων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]