ρέφερης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρεφερής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρέφερης οι ρεφερήδες
      γενική του ρέφερη των ρεφερήδων
    αιτιατική τον ρέφερη τους ρεφερήδες
     κλητική ρέφερη ρεφερήδες
Κατηγορία όπως «μπουλούκμπασης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρέφερης < (άμεσο δάνειο) αγγλική referee (ρεφερί) με προφορά ρέφερι + για προσαρμογή σε ελληνική κλίση.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾe.fe.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρέ‐φε‐ρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρέφερης αρσενικό

  • (παρωχημένο, λαϊκότροπο, αθλητισμός) κλιτή μορφή του ρέφερι
    ※  Άλλοτε η μαρίδα της γειτονιάς, σα σχόλαζε τ' απόγεμα, αμολιόταν σε τούτο δω το γήπεδο κι έπαιζε ποδόσφαιρο μ' ένα τόπι από κουρελόπανα, σκίζοντας τον αέρα με τα ξεφωνητά και τη σφυρίχτρα του ρέφερη.
    Μιμίκα Κρανάκη, Φιλέλληνες: 24 γράμματα μιας Οδύσσειας (Αθήνα: ΜΙΕΤ, ²1998, ISBN 960-250-160-Χ), σσ. 11-12.
    άλλες μορφές: ρεφερής (λιγότερο συχνό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ρέφερι (& ρέφερης)Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ρέφερι (& ρέφερης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)